προπαρασκευαστής

προπαρασκευαστής
ο
θηλ. -άστρια αυτός που κάνει την προπαρασκευή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπαρασκευαστής — ο, Ν άτομο που προπαρασκευάζει με ιδιαίτετα μαθήματα κάποιον, φροντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”